- πηλουργός
- πηλουργόςworking in claymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηλουργόν — πηλουργός working in clay masc/fem acc sg πηλουργός working in clay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλουργοί — πηλουργός working in clay masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLASTICE — Graece Πλαςτικὴ, Ars fingendi ex argilla, gypso, cera, aliave materia: unde similit udine petitâ de mollibus ac cereis puerorum ingeniis, Horatius, l. 2. Epist. 2. v. 8. Argillâ quidvis imitaberis udâ. A Galeno, una cum Graphice seu Picturâ,… … Hofmann J. Lexicon universale
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
πηλουργία — και ιων. τ. πηλοεργίη, ἡ, Α [πηλουργός] η κατεργασία τού πηλού … Dictionary of Greek
πηλουργώ — έω, ΜΑ [πηλουργός] κατεργάζομαι τον πηλό … Dictionary of Greek